ακονιτικός
From LSJ
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀκονιτικός, -ή, -όν) ἀκόνιτον
ο παρασκευασμένος από ακόνιτο.
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
-ή, -ό (Α ἀκονιτικός, -ή, -όν) ἀκόνιτον
ο παρασκευασμένος από ακόνιτο.