ακορντεόν

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source

Greek Monolingual

το (Μουσ.)
μουσικό όργανο που ανήκει στα αερόφωνα με ελεύθερα γλωσσίδια.