ακουστικότητα

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek Monolingual

η ακουστικός
1. η ιδιότητα του ακουστικού, αυτού που αναφέρεται στην ακοή
2. (ειδικότ.) η ιδιότητα ενός χώρου να ευνοεί ή όχι τη μετάδοση σε όλα του τα σημεία του ήχου που παράγεται σε ένα από αυτά.