ακράδαντος

From LSJ

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκράδαντος, -ον) κραδαίνω
αυτός που δεν κλονίζεται, άσειστος, ακλόνητος, ατράνταχτος.