ακραής

Greek Monolingual

ἀκραής, -ὲς (Α)
(για ανέμους) αυτός που πνέει με δύναμη, σφοδρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + ἄημι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκραεί.