ακριδοφάγος

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek Monolingual

-ο (Α ἀκριδοφάγος, -ον), νεοελλ. και ακριδοφάης
αυτός που τρώει ακρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρίς -ίδος + -φάγος < ἔφαγον, ἐσθίω.
ΠΑΡ. μσν. ἀκριδοφαγῶ νεοελλ. ακριδοφαγία].