ακρογούλι

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

το
το προγούλι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρο- (Ι) + γούλα].