ακροδένω

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

1. δένω στην άκρη ή από την άκρη
2. δένω μεταξύ τους τις άκριες δύο ή περισσότερων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρο- (Ι) + δένω].