ακροδένω

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

1. δένω στην άκρη ή από την άκρη
2. δένω μεταξύ τους τις άκριες δύο ή περισσότερων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρο- (Ι) + δένω].