αλατοφύλακας

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73

Greek Monolingual

ο
ο φύλακας του αλατιού σε αλαταποθήκη ή αλυκή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλας -ατος + φύλαξ (-ακας)].