αλευρούχος

From LSJ

ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil

Source

Greek Monolingual

-ο
αυτός που περιέχει αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ αλεύρι + -ούχος < έχω].