αλυσοδένω

Greek Monolingual

1. (και μτφ.) δεσμεύω, δένω με αλυσίδες
2. βάζω στα δεσμά, φυλακίζω
3. (μετοχή παθητικού παρακειμένου) αλυσοδεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλυση + δένω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλυσόδεμα, αλυσοδεμένος, αλυσοδέσιμο, αλυσόδετος].