αλυσοδεμένος

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(μετοχή παθητικού παρακειμένου του αλυσοδένω)
και μτφ. ο δεμένος με αλυσίδες, δέσμιος, φυλακισμένος.