αλφαβητικός

From LSJ

αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό αλφάβητος
1. αυτός που έχει συνταχθεί με τη σειρά τών γραμμάτων της αλφαβήτου
2. επίρρ. αλφαβητικώς και -ά, με αλφαβητική σειρά.