αλφαβητικός
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
-ή, -ό αλφάβητος
1. αυτός που έχει συνταχθεί με τη σειρά τών γραμμάτων της αλφαβήτου
2. επίρρ. αλφαβητικώς και -ά, με αλφαβητική σειρά.