αμακαδόρος
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
Greek Monolingual
-α και -ισσα, -ικο
άνθρωπος της αμάκας, αυτός που ζει σε βάρος τών άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμάκα + παράγ. κατάλ. -δόρος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμακαδόρικος].