αμαλγαμωτικός

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στην αμαλγάμωση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμαλγαμ(άτ)ωση, πρβλ. αγγλ. amalgamative].