αμβλυκόρυφος

From LSJ

Ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶσι δ' οὔ → Ad ebrios it non ad impransos Venus → Bei Satten weilet Kypris, nicht bei Hungrigen

Menander, Monostichoi, 159

Greek Monolingual

-η, -ο
(για κωνοειδή πράγματα) αυτός που έχει αμβλεία, πλατυσμένη την κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμβλύς + -κόρυφος < κορυφή.