κόρυφος
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
English (LSJ)
ὁ,
A = κορυφή 1.3, IG42(1).71.17, al. (Epid.).
II pet name for a child (?), PTeb.414.7 (ii A. D.).
III Alexandrian word for ὁ ὡς κόρη οἰφώμενος, Sch.Theoc.4.62 (v.l. κόροιφος).
German (Pape)
[Seite 1489] ὁ, nach Hesych. ein kleiner Vogel, auch κόραφος geschrieben, u. κόρυμβος γυναικεῖος, id.
Greek (Liddell-Scott)
κόρῠφος: ὁ, μικρόν τι πτηνόν, κατὰ τὸν Schneid. ἀντὶ τοῦ κόραφος παρ’ Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κόρυφος, ὁ (Α)
1. υψηλό σημείο, κορυφή
2. (κατά τον Ησύχ.) γυναικείος κότσος
3. χαϊδευτική ονομασία παιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος παρλλ. τ. της λ. κορυφή.