αμειδίαστος

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

Greek Monolingual

-η, -ο μειδιῶ
αυτός που δεν χαμογελά ή δεν χαμογέλασε, κατηφής, σκυθρωπός, αγέλαστος.