αμειδίαστος

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source

Greek Monolingual

-η, -ο μειδιῶ
αυτός που δεν χαμογελά ή δεν χαμογέλασε, κατηφής, σκυθρωπός, αγέλαστος.