Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
-η, -ο (Μ ἀμετάφραστος, -ον) μεταφράζω1. αυτός που δεν μπορεί να μεταφραστείνεοελλ.αυτός που δεν μεταφράστηκε.