αμμοσκοπία

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

Greek Monolingual

η (Α ἀμμοσκοπία)
η αμμομαντεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμμος + -σκοπία < -σκόπος < σκοπός.