αμπελάνθη

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source

Greek Monolingual

ἀμπελάνθη, η (Α)
το άνθος της αμπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμπέλι + ἄνθη (η)
πρβλ. οἰνάνθη, μηλάνθη, κ.ά.].