αμυγδαλεώνας
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
Greek Monolingual
και αμυγδαλιώνας και μυγδαλιώνας, ο
τόπος κατάφυτος από αμυγδαλιές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αμυγδαλεώνας < αμυγδαλέα (πρβλ. πορτοκαλέα-πορτοκαλεώνας). Ο τ. αμυγδαλιώνας < αμυγδαλεώνας ή απευθείας < αμυγδαλιά].