αμφιδέτης

Greek Monolingual

ο (Α ἀμφιδέτης)
μσν.
περιδέραιο, κολιέ
αρχ.
περιτραχήλιο, λαιμαριά τών βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφιδέω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιδετικός].