λαιμαριά
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
η
το περιλαίμιο της σαγής τών ζώων, το περιαυχένιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + κατάλ. -αριά (πρβλ. κλειδαριά)].