λαιμαριά

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source

Greek Monolingual

η
το περιλαίμιο της σαγής τών ζώων, το περιαυχένιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + κατάλ. -αριά (πρβλ. κλειδαριά)].