αναβρυχώμαι

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

Greek Monolingual

ἀναβρυχῶμαι (-άομαι) (Α) βρυχώμαι δυνατά, μουγγρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βρυχῶμαι].