θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
ἀναβρυχῶμαι (-άομαι) (Α) βρυχώμαι δυνατά, μουγγρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βρυχῶμαι].