αναγλυπτικός

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
ανάγλυπτος
ο κατασκευασμένος με ανάγλυφο τρόπο.