ανάγλυπτος
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
Greek Monolingual
ἀνάγλυπτος, -ον (Α)
ο ανάγλυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + γλυπτός.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναγλυπτικός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναγλυπτογραφία].