αναγλυφόλιθος

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

ο
δακτυλιόλιθος με ανάγλυφη παράσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγλυφος + -λιθος < λίθος.