παράσταση

From LSJ

Greek Monolingual

η / παράστασις, -εως, ΝΜΑ παρίστημι
(νομ.) εμφάνιση δικηγόρου ή άλλου πληρεξουσίου στο δικαστήριο ή σε άλλη αρχή, όπως ο νόμος ορίζει ή επιτρέπει
νεοελλ.
1. περιγραφή, απόδοση, παρουσίαση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων
2. το ίδιο το πράγμα που εμφανίζεται ή καταδεικνύεται
3. απεικόνιση σκηνών του εξωτερικού ή εσωτερικού μας κόσμου με την βοήθεια τών εικαστικών τεχνών («η παράσταση της Σταύρωσης»)
4. (επαινετικώς) εξωτερική όψη ανθρώπου ή ζώου, παρουσιαστικό, παράστημα («έχει μεγαλοπρεπή παράσταση»)
5. κοινωνική εμφάνιση αξιωματούχου ή επίσημου προσώπου, καθιερωμένη σύμφωνα με τον νόμο ή τα ήθη και τα έθιμα («έξοδα παραστάσεως» — χρηματικό ποσό, επίδομα που χορηγείται σε αξιωματούχο ή σε υπάλληλο για διάφορα έξοδα)
6. ανέβασμα θεατρικού έργου στην σκηνή («η παράσταση της Αντιγόνης του Σοφοκλέους»)
7. (φιλοσ.) θεμελιακός τρόπος ανθρώπινης ψυχικής ενέργειας με τον οποίο γνωστά αντικείμενα αναπαρίστανται, δηλ. αναγεννιούνται μέσα στην συνείδηση χωρίς άμεσο εξωτερικό ερεθισμό ως εικόνες όμοιες με εκείνες που σχηματίστηκαν άλλοτε με άμεσους εξωτερικούς ερεθισμούς
8. (ψυχολ.) νοητή εικόνα που σχηματίζεται με βάση προγενέστερο αίσθημα ή προγενέστερη αντίληψη και η οποία είτε είναι σαφής και προέρχεται από την πραγματικότητα είτε, ιδίως σε κατάσταση πάθους ή φρενοπάθειας, είναι συγκεχυμένη και ακανόνιστη (α. «ανάπλαση παραστάσεων» β. «συνειρμός παραστάσεων»)
9. φρ. α) «αλγεβρική παράσταση» — όρος της άλγεβρας, σύνολο γραμμάτων που χρησιμοποιούνται ως σύμβολα αριθμών ή ποσοτήτων ή, τέλος, συνδυασμός αριθμών και γραμμάτων, που συνδέονται με σύμβολα διαφόρων πράξεων
β) «γραφική παράσταση» — γραφική απεικόνιση διαφόρων στοιχείων ή μεγεθών με την μορφή διαγράμματος, πίνακα, σχεδίου κ.λπ.
γ) «φυσική παράσταση»
μαθημ. διανυσματική εξίσωση μιας καμπύλης ως προς μια φυσική παράμετρο της
10. στον πληθ. οι παραστάσεις
(διπλωμ.) διαμαρτυρίες διπλωματικού αντιπροσώπου κράτους προς την κυβέρνηση του κράτους στο οποίο είναι διαπιστευμένος, εξαιτίας γεγονότος ή κατάστασης δυσάρεστης και με σκοπό την υπεράσπιση τών συμφερόντων της χώρας του («η ελληνική κυβέρνηση προέβη σε παραστάσεις προς την τουρκική, για την παραβίαση του ελληνικού εναέριου χώρου από τουρκικά αεροπλάνα»)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. το να παριστάνει κανείς κάτι φανερά, μπροστά σε κάποιον
μσν.
1. (για κληρικούς) είδος υπηρεσίας που προσφερόταν κατά την διάρκεια της λατρείας
μσν.-αρχ.
1. έκθεση, επίδειξη πολυτελών και πολύτιμων πραγμάτων
2. πλούσιος διάκοσμος
3. (για πρόσ.) μεγαλοπρεπής, πομπώδης εμφάνιση
αρχ.
1. το να βάζει κανείς κάτι κατά μέρος, να το απωθεί, να το απομακρύνει
2. εκτόπιση, εξορία
3. μτφ. εξήγηση, απόδειξη
4. έκθεση αντικειμένων για λειανική πώληση
5. διορισμός κάποιου από κάποιον άλλο, ανάθεση πληρεξουσιότητας για να κάνει ή να αποδεχθεί κάτι
6. το να στέκεται κάποιος κοντά, δίπλα, ιδίως το να στέκεται κανείς κοντά σε βασιλιά ή ηγεμόνα
7. διορισμός
8. κρίση, σκέψη, στοχασμός
9. (ως αττ. δικαν. όρος) τα χρήματα που κατέβαλλε ο ενάγων κατά τη δημόσια αγωγή, εισφορά όμοια με το σημερινό παράβολο
10. πολύ μεγάλο θάρρος, κουράγιο
11. ετοιμότητα πνεύματος
12. κλίση, διάθεση, επιθυμία
13. (για θεό) συμπαράσταση, βοήθεια
14. συνοδεία, ακολουθία από παριστάμενους
15. (για κληρικούς και εκκλησίασμα) σύναξη, συνάθροιση
16. διαβεβαίωση, εγγύηση
17. διακήρυξη, ανακοίνωση
18. παράφορα, απόγνωση, απελπισία
19. (κατά τον Ησύχ.) φυγή.