αναδιοργάνωτος

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν αναδιοργανώθηκε ή δεν είναι δυνατόν να αναδιοργανωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιοργανώνω. Η στερ. σημασία προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου].