αναθέω

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

ἀναθέω (Α)
1. τρέχω προς τα επάνω, αναρριχώμαι, σκαρφαλώνω
2. (για φυτά) ξαναβλασταίνω
3. ανατρέχω, τρέχω προς τα πίσω, ξαναγυρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θέω].