αναθορυβώ

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

(-έω) (Α ἀναθορυβῶ) θορυβῶ
κάνω θόρυβο, επιδοκιμάζω κάτι θορυβωδώς, επικροτώ κραυγάζοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θορυβῶ].