ανακραξιά

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

και ανάκραξη, η ανακράζω
κραυγή, ξεφωνητό.