ανακράζω
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
(Α ἀνακράζω)
φωνάζω δυνατά, κραυγάζω
αρχ.
(για ζώα) βγάζω τη χαρακτηριστική κραυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- επιτ. + κράζω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀνακράκτης
νεοελλ.
ανάκραγμα, ανακραξιά].