ανακρυσταλλώνω

From LSJ

Greek Monolingual

κρυσταλλώνω εκ νέου, μετατρέπω κάτι ξανά σε κρυστάλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + κρυσταλλώνω.
ΠΑΡ. ανακρυστάλλωση].