ανακόλληση

From LSJ

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316

Greek Monolingual

η (Α ἀνακόλλησις) ἀνακολλῶ
το να ανακολλά κανείς, κόλλημα, ξανακόλλημα.