Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αναλάτιστος
Greek Monolingual
-η, -ο 1. αυτός που δεν αλατίστηκε, ο ανάλατος 2. (για ζώα) αυτός που δεν έφαγε αλάτι. [ΕΤΥΜΟΛ.<αν- στερ. +αλάτιστος<αλατιστός. Η σημασία της στερήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου].