ανάλατος
From LSJ
Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀνάλατος, -ον)
1. (για φαγητά) αυτός που δεν περιέχει αλάτι ή που το περιέχει σε ανεπαρκή ποσότητα
2. αυτός που δεν πασπαλίστηκε με αλάτι, ο αναλάτιστος
3. (για πρόσωπα, λόγους, πράξεις κ.ά.) αυτός που δεν έχει χάρη και νοστιμιά, ανούσιος, άνοστος, άχαρος
4. (για ζώα) αυτός που δεν έφαγε αλάτι
5. το θηλ. ως ουσ. η ανάλατη
νωπή και ανάλατη μυζήθρα
6. το ουδ. ως ουσ. το ανάλατο
α) νωπό βούτυρο χωρίς αλάτι
β) χοιρινό λίπος χωρίς αλάτι που χρησιμοποιείται ως αλοιφή στη λαϊκή ιατρική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἅλας.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλατιά].