αναλδής

Greek Monolingual

ἀναλδής, -ές (Α) ἀναλδαίνω
1. (για καρπούς) αυτός που δεν αυξάνεται, δεν αναπτύσσεται κανονικά, ατροφικός
2. (για άνδρα) άγονος, άκαρπος.