αναλωτικός

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναλωτικός, -ή, -όν) ἀναλωτής
αυτός που προκαλεί δαπάνες, δαπανηρός, πολυδάπανος
νεοελλ.
αυτός που καταναλίσκει, καταναλωτικός, αγοραστικός.