κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs
-ή, -ό (Α ἀναπνευστός, -ή, -όνο αναπνεύσιμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπνέω.ΠΑΡ. αναπνευστικός].