αναπνευστός

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναπνευστός, -ή, -όν
ο αναπνεύσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπνέω.
ΠΑΡ. αναπνευστικός].