αναστενάζω
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(AM ἀναστενάζω)
στενάζω βαθιά, βγάζω στεναγμό, στενάζω
αρχ.
1. γογγύζω, βαρυγγωμώ, εκφράζομαι με πικρά λόγια για κάποιον
2. θρηνώ για κάποιον.