(AM ἀναστενάζω)στενάζω βαθιά, βγάζω στεναγμό, στενάζωαρχ.1. γογγύζω, βαρυγγωμώ, εκφράζομαι με πικρά λόγια για κάποιον2. θρηνώ για κάποιον.