βαρυγγωμώ

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

(-άω) και βαργωμάω και βαρυγγωμίζω και βαρυγνωμάω
1. είμαι βαρύθυμος, δυσανασχετώ
2. είμαι δυσαρεστημένος ή οργισμένος εναντίον κάποιου που με αδίκησε (συνήθως πεθαμένου)
3. καταριέμαι
4. (για άρρωστο) χειροτερεύω
5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) βαργωμισμένος
α) δύσθυμος, σκυθρωπός
β) θηλ. η έγκυος.
[ΕΤΥΜΟΛ. βαρύγνωμος > βαρυγνωμώ > βαρυγγωμώ και βαρύγνωμος > βαρυγνωμώ > βαρογνωμώ > βαρυγνωμώ > βαργωμώ, με ανομοιωτική αποβολή του -ν- προ του –μ- κατά τη συμπλοκή των συμφώνων -ργν- και -μ-].