αναστόμωση
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
Greek Monolingual
η (Α ἀναστόμωσις) [[ἀναστομῶ, -όω]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναστομώνω
νεοελλ.
1. ανατ. φυσιολογική πλευρική σύνδεση μεταξύ δύο αγγείων ή νεύρων
2. ιατρ. εγχειρητική ένωση δύο κοίλων οργάνων
3. βοτ. συνένωση διακλαδώσεων διαφόρων οργανικών μερών ενός φυτού, λ.χ. τών νεύρων τών φύλλων.