ανδροποιός

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

ἀνδροποιός, -όν (Α)
αυτός που καθιστά κάποιον άνδρα, που του εμπνέει ανδρικά αισθήματα.