ανεβοκατεβαίνω

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source

Greek Monolingual

1. ανεβαίνω και κατεβαίνω πολλές φορές
2. (για τιμές) ακριβαίνω και φθηναίνω.