ανεμογενής

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

(-ούς), -ές
αυτός που προκαλείται ή προέρχεται από τον άνεμο («ανεμογενείς σωροί»).