ανθρακιώ

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

ἀνθρακιῶ, ανθρακιάω (Μ)
έχω προσβληθεί από άνθρακα.