ανθρωπή

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek Monolingual

ἀνθρωπῆ (-έη), η (ενν. δορά) (Α)
το δέρμα του ανθρώπου.