ανθρωπή

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

Greek Monolingual

ἀνθρωπῆ (-έη), η (ενν. δορά) (Α)
το δέρμα του ανθρώπου.