ανθρωπομάζωμα

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

το
πλήθος ανθρώπων, συρφετός («αυτός δεν ήτανε στρατός, ήτανε ανθρωπομαζώματα»).